- κακούργικος
- -η, -ο (Α κακουργικός, -ή, -όν) [κακούργος]αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικόςαρχ.αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.