κακούργικος

κακούργικος
-η, -ο (Α κακουργικός, -ή, -όν) [κακούργος]
αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός
αρχ.
αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακουργικά — κακουργικός malicious neut nom/voc/acc pl κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc/acc dual κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργικήν — κακουργικός malicious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”